Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek
υπάτη — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 400) στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Bρίσκεται στις πλαγιές της Oίτης, στα δυτικά της Λαμίας. Eίναι έδρα του ομώνυμου δήμου (47 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Aμαλιώτη (υψόμ. 220), Bαρκά (υπόμ.… … Dictionary of Greek
υπάτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Γαγγρών της Παμφυλίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325) και ήταν φανατικός πολέμιος των Ναυατιανών. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Μαρτίου. 2 … Dictionary of Greek
αποστολικοί πατέρες — Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που έζησαν και έδρασαν αμέσως μετά την εποχή των Αποστόλων. Στα συγγράμματά τους διακρίνεται αναμφισβήτητα η ορθόδοξη διδασκαλία χωρίς καμία απόκλιση. To έργο των α.π. ήταν πολύπλευρο, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν… … Dictionary of Greek
Γούσης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Σούλι. 1. Λάμπρος. Γνωστός και με το όνομα Ρεγγίνας. Πολέμησε κατά του Αλή πασά και υπηρέτησε στα ελληνικά τάγματα στην Επτάνησο και στον στρατό του βασιλιά της Νάπολης. Γύρισε στην ηπειρωτική Ελλάδα για να… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
Κορέσιος ή Κορέσης — Επώνυμο οικογένειας γιατρών και λογίων του 16ου και του 17ου αι., από τη Χίο. 1. Γεώργιος (17ος αι.). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα της Ιταλίας και δίδαξε την ελληνική γλώσσα στην Πίζα (1609 15). Εκεί… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek